καταζοφώ

καταζοφώ
καταζοφῶ, -όω (Μ)
1. επισκοτίζω, σκοτεινιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ζοφῶ «σκοτεινιάζω» (< ζόφος «σκότος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”